- ληψοδοσία
- ηη δοσοληψία: Δε θέλω να έχω ληψοδοσίες μαζί του γιατί δεν τον εμπιστεύομαι.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ληψοδοσία — η (Α ληψοδοσία) εμπορική συναλλαγή, δοσοληψία. [ΕΤΥΜΟΛ. < λήψη + δοσία (< δόσις), πρβλ. αιμο δοσία, μισθο δοσία] … Dictionary of Greek